πλασιέ(ς)

πλασιέ(ς)
ο ακλ. агент по сбыту; посредник при продаже товаров; коммивояжёр

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πλασιέ(ς)" в других словарях:

  • πλασιέ — ο, η, Ν άκλ. εμπορικός αντιπρόσωπος που διαθέτει, με προμήθεια, εμπορικά ή βιομηχανικά προϊόντα σε εμπόρους ή και απλούς ιδιώτες, συνήθως μετά από επίδειξη, μετακινούμενος στους αντίστοιχους χώρους («πλασιέ βιβλίων»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. placier… …   Dictionary of Greek

  • πλασιέ — ο (λ. γαλλ., άκλ.), εμπορικός υπάλληλος ή μεσίτης που διαθέτει στην αγορά εμπόρευμα: Πλασιέ βιβλίων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλασάρω — Ν 1. ασχολούμαι ως πλασιέ με την εξεύρεση πελατών εμπορικού ή βιομηχανικού προϊόντος στην αγορά 2. (για ποδοσφαιριστή) α) πετυχαίνω τέρμα χτυπώντας την μπάλα από μικρή απόσταση από την αντίπαλη εστία β) μέσ. πλασάρομαι καταλαμβάνω ευνοϊκή θέση… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»